Monday, 12 September 2016

Τα 5 θνητά Γένη των ανθρώπων του Ησιόδου


Οι αθάνατοι θεοί, που ζουν στον Όλυμπο, δημιούργησαν πρώτα μια χρυσή φυλή θνητών ανθρώπων. Αυτό έγινε τον καιρό του Κρόνου, όταν ήταν βασιλιάς στον ουρανό. Ζούσαν σαν θεοί, δίχως καμιά λύπη στις καρδιές τους, δίχως έγνοιες και βάσανα και δίχως να υφίστανται τα αξιοθρήνητα γηρατειά - πάντα με νεανικά μέλη απολάμβαναν χαρούμενες μέρες, μακριά από κάθε κακό. Όταν πέθαιναν, ήταν σαν να τους είχε καταβάλει ο ύπνος. Όλα τα καλά πράγματα τους ανήκαν.
Η γόνιμη γη παρήγαγε μόνη της όλων των ειδών τους καρπούς. Με ειρήνη και ηρεμία ζούσαν χαρούμενοι στη χώρα τους, έχοντας όλα τα αγαθά. Όταν η γη έκρυψε αυτή τη φυλή των ανθρώπων μέσα στο σκοτάδι, έγιναν αγαθοί δαίμονες πάνω στη γη· απομάκρυναν το κακό, ήταν φύλακες των θνητών ανθρώπων πρόσεχαν για τη δικαιοσύνη και τα εγκλήματα τυλιγμένοι από τον αέρα, διατρέχοντας όλη τη γη, δίνοντας πλούτο. Αυτό ήταν ένα από τα βασιλικά προνόμιά τους.

'' Χρυσό πρωτόπλασαν το γένος των βροτών ανθρώπων
οι αθάνατοι του Ολύμπου.
Στην εποχή του Κρόνου,1 όταν εκείνος δέσποζε στον ουρανό,
ζούσαν κι εκείνοι σαν θεοί· ο νους τους ξέγνοιαστος,
πάθη και συμφορές μακριά τους, μήτε τα μαύρα γηρατειά
τους άγγιζαν· άφθαρτοι κι αναλλοίωτοι,πόδια και χέρια,
στις χαρές δοσμένοι, κι ό,τι κακό έμενε απ᾽ έξω.
Ακόμη κι όταν πέθαιναν, ήταν ο θάνατός τους ύπνος
που τους δάμαζε, κι είχανε όλα τα καλά δικά τους·
χωράφια γόνιμα τους έδιναν καρπό από μόνα τους,
μεγάλη κι άφθονη σοδειά· κι εκείνοι πράοι, ησυχασμένοι
σε έργα ευχάριστα, ευλογημένοι
με τα πολλά αγαθά τους.
Κι όταν με τον καιρό της γης το χώμα σκέπασε τούτο το γένος,
έγιναν επιχθόνια πνεύματα, αγνά, καλόγνωμα, να διώχνουν
το κακό, φύλακες των θνητών ανθρώπων.
Αυτοί φυλάν το δίκιο, αυτοί αποτρέπουνε τα ανόσια έργα·
κυκλοφορούν, ντυμένοι την ομίχλη, σ᾽ όλη την οικουμένη,
πηγή ευτυχίας και πλούτου - τέτοια βασιλική τιμή τους έλαχε. ''


Ύστερα οι Ολύμπιοι θεοί δημιούργησαν μια πολύ κατώτερη φυλή, την αργυρή, εντελώς διαφορετική από τη χρυσή στο σώμα και στο πνεύμα. Για εκατό χρόνια ένα παιδί μεγάλωνε πλάι στην αγαπημένη του μάνα και έπαιζε εντελώς παιδιάστικα στο σπίτι του. Όταν όμως αυτοί οι άνθρωποι μεγάλωναν επιτέλους και έφταναν στην ωριμότητα, ζούσαν πολύ λίγο καιρό και ήταν δυστυχείς λόγω της μωρίας τους. Δεν μπορούσαν να μη βλάπτουν ο ένας τον άλλον άσχημα, ούτε ήθελαν να τιμούν τους αθάνατους θεούς και να προσφέρουν στους μακάριους θυσίες πάνω στους ιερούς βωμούς, όπως σωστά συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι.

Οργισμένος ο Ζευς τους έβγαλε από τη μέση, επειδή δεν πρόσφεραν τιμές στους μακάριους θεούς, που ορίζουν τον Όλυμπο. Όταν κι αυτή η φυλή των ανθρώπων σκεπάστηκε από τη γη, οι άνθρωποί της ονομάστηκαν υποχθόνιοι μακάριοι θνητοί, δεύτερης σειράς, αλλά κι αυτοί, ασφαλώς, απολαμβάνουν κάποιας τιμής.

'' Μετά, δεύτερο γένος, πολύ χειρότερο, αργυρό
έπλασαν οι θεοί του Ολύμπου· σε τίποτε δεν έμοιαζε με το χρυσό,
μήτε στην όψη μήτε και στο φρόνημα.
Έπρεπε το παιδί να μείνει κολλημένο στην καλή του μάνα,130
χρόνια εκατό· να το ταΐζει και να το νταντεύει, κι αυτό να παίζει
μες στο σπίτι -μεγάλο, αφύσικο μωρό.
Αλλά, κι όταν περνούσανε στην ήβη, κόντευαν πια
στην ανθηρή τους νιότη,
ζούσαν ελάχιστα, δυστυχισμένοι με τον λίγο χρόνο τους
και το λειψό μυαλό τους. Γιατί δεν είχαν σθένος
να αντισταθούν στη μεταξύ τους βία, στην αμοιβαία135
αλαζονεία τους· καν δεν τιμούσαν τους θεούς, μήτε και δέχονταν
να θυσιάσουν στους αγνούς βωμούς, όπως το ορίζει
η τάξη των ανθρώπων, όπου κι αν κατοικούν.
Γι᾽ αυτό ο Κρονίδης Δίας τους έκρυψε από θυμό,
που δεν σεβάστηκαν τις οφειλές τους
στους μάκαρες ολύμπιους θεούς.
Και μόλα ταύτα, όταν της γης το χώμα κάλυψε κι αυτό το γένος,140
τους είπαν μάκαρες θνητούς του κάτω κόσμου,
έστω και δεύτερης σειράς -κάποια τιμή κι αυτούς τους συνοδεύει.2 ''


Ύστερα ο Ζευς, ο πατέρας, έφτιαξε μια τρίτη φυλή ανθρώπων, τη χάλκινη φυλή, τελείως διαφορετική από την αργυρή. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν φτιαγμένοι από μελιά και ήταν φοβεροί και βίαιοι και συνεχώς μπλεγμένοι σε πολέμους και εγκλήματα. Δεν έτρωγαν ποτέ ψωμί και οι πεισματάρικες ψυχές τους ήταν σκληρές σαν το ατσάλι” ήταν απρόσιτοι- φοβερά και πολύ δυνατά χέρια ξεφύτρωναν από τους στιβαρούς ώμους τους.

Τα άρματά τους ήταν χάλκινα, τα σπίτια τους χάλκινα και δούλευαν με χάλκινα εργαλεία. Δεν είχαν μαύρο σίδερο. Σκότωναν ο ένας τον άλλον με τα χέρια και πήγαιναν κάτω, ανώνυμοι, στο υγρό και σκοτεινό σπίτι του ψυχρού Άδη. Αν και ήταν τρομεροί, τους πήρε ο μαύρος θάνατος και άφησαν το λαμπρό φως του ήλιου.

'' Ύστερα ο Δίας‒πατέρας έφτιαξε τρίτο γένος
των βροτών ανθρώπων, χάλκινο, που να μη μοιάζει
στο ασημένιο πουθενά·
φράξινο, ανελέητο, φριχτό. Άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους145
πάρεξ τα υπερφίαλα έργα του πολέμου,
βαριά σε στεναγμούς· στάρι δεν έτρωγαν3 κι ήταν σκληρή
η καρδιά τους σαν το ατσάλι.
Άπιαστοι κι άγριοι, υπερδύναμοι, με χέρια ανίκητα
που φύτρωναν στους ώμους, πάνω σε μέλη στιβαρά.
Χάλκινα τα όπλα, χάλκινα τα σπίτια τους,150
δούλευαν μόνον τον χαλκό -δεν είχε ακόμη εφευρεθεί
ο μαύρος σίδηρος.4
Κι αφού απ᾽ τα ίδια τους τα χέρια ξεκληρίστηκαν,
κατέβηκαν στον σκοτεινό, άραχλο δόμο του Άδη,
ανώνυμοι. Όσο κι αν ήταν τρομεροί, τους εξαφάνισε
μαύρος ο χάρος, κι άφησαν πίσω τους το φως,155
τη λάμψη του ήλιου. ''


Όταν κι αυτήν τη φυλή την κάλυψε η γη, ο Ζευς, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε άλλη μια, την τέταρτη, πάνω στην καρποφόρα γη. Ήταν πιο δίκαιη και καλή, μια ισόθεη φυλή ηρώων, που ονομάστηκαν ημίθεοι, η φυλή ακριβώς πριν από μας στην απέραντη γη. Φοβεροί πόλεμοι και άγριες μάχες τους κατέστρεψαν κάποιους μπροστά στη Θήβα, την πόλη του Κάδμου με τις επτά πύλες, να πολεμούν για τα κοπάδια των απογόνων του Οιδίποδα, άλλους μπροστά στην Τροία, όπου τους είχαν πάει πλοία πάνω από το μεγάλο βυθό της θάλασσας, για το χατίρι της Ελένης με τα όμορφα μαλλιά.
Για κάποιους απ’ αυτούς αυτό ήταν το τέλος της ζωής τους, και τους σκέπασε ο θάνατος - σε άλλους έδωσε ο Ζευς, ο γιος του Κρόνου, μιαν ύπαρξη, έναν τρόπο ζωής μακριά από τους ανθρώπους, στην άκρη του κόσμου, μακριά από τους αθάνατους θεούς· και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους. Εκεί ζουν, με τις καρδιές τους απαλλαγμένες από τη θλίψη, στα νησιά των Μακάρων, κοντά στον Ωκεανό με τις βαθιές δίνες, ευτυχισμένοι ήρωες για τους οποίους η καρποφόρα γη προσφέρει γλυκούς σαν το μέλι καρπούς τρεις φορές το χρόνο.

'' Όταν με τον καιρό το χώμα κάλυψε κι αυτό το γένος,
έπλασε γένος τέταρτο στη σιτοφόρο γη ο Κρονίδης Δίας,
πιο δίκαιο κι αντρειωμένο·
το θείο γένος των ηρώων που λέγονται κι ημίθεοι,5
την προηγούμενη από μας γενιά, να ζουν στην άπειρη οικουμένη.160
Αλλά κι αυτούς τους χάλασε ολέθριος πόλεμος, κακόφωνη
σφαγή· άλλους εκεί μπροστά στη Θήβα την επτάπυλη,
χώρα του Κάδμου, έτσι που μεταξύ τους μάχονταν
ποιος θα κερδίσει βόδια και πρόβατα του Οιδίποδα·6
άλλους ο πόλεμος τους έφερε στην Τροία, με τα καράβια τους165
περνώντας πάνω απ᾽ το μέγα κύμα της θαλάσσης,
για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Όπου τους πιο πολλούς στο χώμα τους παράχωσε
το τέλος του θανάτου. Σε κάποιους όμως έδωσε τη χάρη
ο Κρονίδης Ζευς να μείνουν πέρα απ᾽ τους ανθρώπους·
σαν αγαθός πατέρας τούς κατοίκισε στα πέρατα του κόσμου,
κι εκεί, με δίχως λύπη στην ψυχή τους,170
κατοικούν στις Νήσους των Μακάρων, πλάι στις ροές
του Ωκεανού, του βαθυστρόβιλου, ήρωες ευτυχείς·
που τους προσφέρει τρεις φορές η σιτοφόρα γη τον χρόνο
ώριμους και γλυκούς καρπούς, σαν μέλι. ''


Θα ήθελα να μη ζούσα ανάμεσα στους ανθρώπους της πέμπτης φυλής, καλύτερα να πέθαινα πριν, ή να γεννιόμουν αργότερα. Γιατί αυτή είναι αληθινά σιδερένια φυλή. Ούτε νύχτα ούτε μέρα ξεκουράζονται από τον κάματο και την ταλαιπωρία. Οι θεοί θα τους στέλνουν πάντα οδυνηρές δοκιμασίες. Ο Ζευς θα καταστρέψει κι αυτήν τη φυλή θνητών ανθρώπων, όταν τα παιδιά τους θα γεννιούνται με γκρίζους κροτάφους.

Ο πατέρας δεν θα μοιάζει με τα παιδιά του, ούτε τα παιδιά με τον πατέρα τους. Ο οικοδεσπότης δεν θα καλοδέχεται το φιλοξενούμενο του, ο φίλος το φίλο, ο αδελφός τον αδελφό, όπως γίνεται μέχρι τώρα. Σύντομα δεν θα τιμούν τους ηλικιωμένους γονείς τους, αλλά θα τους κατηγορούν και θα τους πληγώνουν με φαρμακερά λόγια, ελεεινοί άνθρωποι που δεν θα σέβονται τους θεούς.
Αχ! Μακάρι να μην γεννιόμουνα τώρα εγώ, αναφωνεί γεμάτος θλίψη ο Ησίοδος. Ας γεννιόμουν πρωτύτερα ή αργότερα. Αλλά όχι τώρα. Διότι το γένος αυτό ζει μέσα στον μόχθο και στα βάσανα. Νύχτα-μέρα οι άνθρωποι βασανίζονται και αφανίζονται καθώς τούς έδωσαν οι θεοί έγνοιες πολλές και βαρείες. Δεν έχει επικρατήσει το κακό. Αυτό δεν πρόκειται να συμβή ποτέ. Άρα υπάρχει ακόμη ελπίδα. Όμως τα καλά είναι ανακατεμένα με τα κακά. Και ποιος θα τα ξεχωρίσει; Ποιος θα βγει μπροστά; Ποιος θα σηκώσει το βάρος; Οι θεσμοί έχουν καταρρεύσει. Η συγκρότησις της κοινωνίας έχει διασπασθεί. Τα ήθη έχουν αλλάξει. Ή απαισιοδοξία του ποιητή είναι, βαθειά και διάχυτη. Βλέπει γύρω του την αδικία, την ατιμία, την οκνηρία, την αρπαγή. Τίποτα δεν είναι όπως πρώτα. Και μέσα άπ’ τον βαθύ του συλλογισμό και την αγωνιά του για το μέλλον, κάνει μια πρόβλεψη, μία προφητεία.
Και αυτό το γένος, που έχει μαύρη και σκληρή καρδιά, όπως μαύρος και σκληρός είναι ο σίδηρος, το κύριο συστατικό του, θα το καταστρέψει ο Ζευς, λέει με πόνο. Πότε; Τότε, όταν αρχίσουν να γέννιουνται τα παιδιά με λευκούς κροτάφους, γερασμένα από την γέννα τους, χωρίς κανένα κίνητρο και όρεξη για ζωή. Όταν δεν θα έχουν την ίδια γνώμη και τις ίδιες σκέψεις με τον πατέρα τους και δεν θα συμφωνούν σε τίποτα. Όταν η φιλοξενία, η φιλία και οι δεσμοί αίματος δεν θα έχουν πια καμιά αξία. Όταν οι γεροί γονείς θα αφήνονται, ανήμποροι, στην τύχη τους. Όταν ή δικαιοσύνη θα βρίσκεται στα χέρια των ισχυρών και θα την επιβάλλουν χειροδικώντας.
Όταν ο όρκος δεν θα υπολογίζεται πια και θα τιμωρούνται οι υβριστές, οι επίορκοι και οι κακοποιοί. Τότε είναι πού ή Αιδώς και ή Νέμεσις, με πρόσωπο καλυμμένο άπ’ την ντροπή, και για να μην βλέπουν τα όσα συμβαίνουν, θα εγκαταλείψουν τους ανθρώπους του γένους αυτού και θα ανέβουν για πάντα, απ’ την πλατιά Γη ψηλά στον Όλυμπο, στα ανώτατα και καθαρότα τα αιθερικά στρώματα, εκεί όπου το κακό δεν υπάρχει, σμίγοντας με τούς άλλους αθανάτους θεούς. Είναι χαρακτηριστικό πως οι θεές είναι τυλιγμένες με λευκά πέπλα, πράγμα που δείχνει ότι παραμένουν ανέγγιχτες από της ύβρεις των θνητών. Οι μαύρες ψυχές και τα μαύρα έργα τού γένους αυτού δεν μπορούν να τις αγγίξουν. Κι όταν αυτό συμβεί, τότε. Μόνο το κακό θα υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους και θα ‘ναι πια αργά γιατί δεν θα ωφελεί καμία γιατρειά.

'' Άμποτε να μη ζούσα εγώ σ᾽ αυτήν την πέμπτη γενεά,
με τους ανθρώπους της· καλύτερα να ᾽χα πεθάνει πιο μπροστά175
ή να γεννιόμουν ύστερα. Γιατί έφτασε τώρα η ώρα
του γένους του σιδήρου.
Μήτε τη μέρα θα απολείψουν κάματος και πόνος μήτε τη νύχτα
η φθορά τους θα κοπάσει· τους περιμένουν μέριμνες βαριές,
θεόσταλτες, μόλο που κάποτε θα σμίγει και σ᾽ αυτούς
καλό με το κακό.
Ο Δίας όμως θα αφανίσει κι αυτό το γένος των βροτών·180
όταν τα νήπια θα γεννιούνται με κροτάφους γκρίζους·
ούτε ο γονιός θα μοιάζει του παιδιού του μήτε και τα παιδιά
με τους γονείς· ο ξένος στον φιλόξενο, ο σύντροφος στον σύντροφο
μήτε κι ο αδελφός στον αδελφό
δεν θα ᾽ναι φίλος πια, που ήταν άλλοτε ο κανόνας.
Θα τους καταφρονούν τους γέροντες γονείς οι απόγονοί τους,185
θα τους χλευάζουν ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
άσπλαχνοι, ανίδεοι μπροστά στον φόβο του θεού·
σ᾽ εκείνους που τους γέννησαν, όταν γεράσουν, δεν θα αποδώσουν
τα τροφεία τους· καμιά αρετή ευορκίας, δικαιοσύνης,190
καλοσύνης· αντίθετα, θα δείχνουν την εκτίμησή τους
σ᾽ όποιον θα πράξει το κακό· το δίκιο καθενός η δυνατή γροθιά·
θα λείψει κι η ντροπή· θα βλάφτει ο τιποτένιος τον καλύτερό του,
με δόλια λόγια ξεγελώντας τον, και θα ορκίζεται αποπάνω·
ο φθόνος μόνον θα συντροφεύει τους ανθρώπους μες στη συμφορά τους195
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος.
Και τότε προς τον Όλυμπο, μακριά από πλατείες και δρόμους,
καλύπτοντας με τον λευκό τους πέπλο την ωραία θωριά τους,
εγκαταλείποντας για πάντα τους ανθρώπους,
θα φύγουν και θ᾽ ανέβουν στον κόσμο των θεών
η Αιδώς κι η Νέμεση. Ό,τι θα μείνει, θα ᾽ναι μόνο
βάσανα πικρά, κλήρος για τους απόκληρους βροτούς,200
δεν θα υπάρξει στα δεινά τους σωτηρία καμιά. ''


Θεογονία Ησίοδου, Ἔργα καὶ ἡμέραι [Αρχαίο κείμενο]

χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων

ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες.
οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷ ἐμβασίλευεν·
ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν
γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι

τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα
τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἳ δ᾽ ἐθελημοὶ

ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.

αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε,
τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν
ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
{οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα

ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,}
πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.

δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν
ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες,
χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα·

ἀλλ᾽ ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ
ἐτρέφετ᾽ ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἄρ᾽ ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο,
παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ ἔχοντες
ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο

ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν
ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα
Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς
οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.

αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε,
τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται,
δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.

Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων
χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον,

ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶ ὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος
ἔργ᾽ ἔμελε στονόεντα καὶ ὕβριες, οὐδέ τι σῖτον
ἤσθιον, ἀλλ᾽ ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν.
{ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.}

τῶν δ᾽ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι,
χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος.
καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες
βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ Ἀίδαο,
νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶ ἐκπάγλους περ ἐόντας

εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ ἔλιπον φάος ἠελίοιο.

αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
αὖτις ἔτ᾽ ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶ ἄρειον,
ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται

ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ
τοὺς μὲν ὑφ᾽ ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ,
ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο,
τοὺς δὲ καὶ ἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης

ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ ἠυκόμοιο.
{ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε}
τοῖς δὲ δίχ᾽ ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε᾽ ὀπάσσας

Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης.

καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην,
ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν
τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.

μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι

ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ
φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.

Ζεὺς δ᾽ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,
εὖτ᾽ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες
οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.

αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾽ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι,
σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέν κεν οἵ γε
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν·
{χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·}

οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου
οὐδ᾽ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς
οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὀμεῖται.

ζῆλος δ᾽ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ ἀνθρώπους

Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.

Πηγέςhttps://terrapapers.com
www.greek-language.gr

No comments:

Post a Comment