Ήταν μια θλιβερή ηλιόλουστη μέρα κάπου στη νότια Γαλλία, 17ος αιώνας. Άνοιξη. Εκείνη ήταν μια παράξενης ομορφιάς κοπέλα, με γλυκό προσώπο που μπορούσες να διακρίνεις την καλοσύνη της ψυχής της από το σπινθυροβόλο και παράλληλα ήσυχο βλέμμα της. Τα μακρυά λαμπερά σαντρέ μαλλιά της, όμορφες μικρές μπούκλες πιασμένες ευγενικά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της ανέμιζαν ανάμεσα από το λιγοστό αεράκι που φυσσούσε. Φορούσε ένα μεσαιωνικό φόρεμα, όμορφο όσο και φτωχικό σε γήινες πράσινες αποχρώσεις που σε κάθε της βήμα άτσαλα πιανόταν σε κάθε κλαράκι που υπήρχε στο έδαφος καθώς περπατούσε μέσα από τα ατελείωτα απέραντα λιβάδια που απλώνονταν καταπράσινα δεξιά και αριστερά. Ο κόσμος την ήξερε χαρούμενη και ξέγνοιαστη πάντα με ένα πλατή χαμόγελο στα χειλή. Παρότι ήταν κοντά στα 30, δεν είχε κάνει δική της οικογένεια όπως όλες οι κοπέλες της ηλικίας της. Στην πραγματικότητα οι ερωτικές σχέσεις ήταν κάτι πολύ μακρινό και ένοχο στη σκέψη της. Η μόνη ίσως πικρία που μπορούσε να νιώσει σε σχέση με αυτό ήταν ότι ζούσε στον κόσμο ολομόναχη, ακόμα κι αν δεν έμενε μόνη της αλλά με μια πολύ ευκατάστατη οικογένεια η οποία της φερόταν σαν ισότιμο μέλος. Η πραγματική της οικογένεια ήταν φτωχή αλλά δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει. Αυτό το κενό όμως δεν μπορούσε να περάσει στην σκέψη της καθώς το μέρος της θλίψη της το έπαιρνε η καλυτερή της φίλη με ένα απλό βλέμμα. Εκείνη της έδινε ζωή και την αγαπούσε πραγματικά σαν την αδερφή που ποτέ δε γνώρισε.
Περπατώντας αργά, πήγαινε στην κεντρική στρογγυλή πλατεία της πόλης. Στη διαδρομή συναντούσε όλο τον κόσμο που είχε ξεχυθεί στα στενά σοκάκια προς την αγορά. Όλες οι γυναίκες ήταν ντυμένες με απαστράπτοντα φορέματα με λεπτομέριες από δαντέλες δεμένες με κρύσταλλα και πολύχρωμους ημί-πολύτιμους λίθους. Χαιρετούσαν ευγενικά καθώς έψαχναν προσεκτικά τους πάγκους κάθε μεγέθους με κάθε λογής πράγματα. Από τρόφιμα μέχρι είδη καλοπισμού. Όλα τα δρομάκια ήταν πλακόστρωτα και γύρω τους υψόνονταν κάστρα μεσσαιωνικά, πανέμορφα. Σε ένα από αυτά έμενε κι εκείνη. Σε εκείνο που έβλεπε ακριβώς τη μέση της πλατείας, όπου υπήρχε ένα κυκλικό φτιαγμένο από μεγάλες πέτρες παγκάκι, στο όποιο δέσποζε ένα μεγαλειώδες δέντρο με τεράστια διαμαντένια φύλλα. Εκεί καθισμένη κάθε απόγευμα περίμενε της φίλη της κάτω από το αγαπημένο της δέντρο. Ήταν ήρεμη και τόσο ευτυχισμένη που θα την έβλεπε, όπως και κάθε μέρα. Η ώρα ήταν περασμένη και δεν είχε φάνει η κοπέλα όμως. Περίμενε αρκετά ώσπου έπεσε το σκοτάδι. Τότε λυπημένη αποφάσισε να φύγει αναρωτούμενη 'γιατί'. Έφτασε σπίτι της σκυθρωπή γεμάτη θλίψη και όπως όλα όμως τα μαντάτα, η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Την ίδια νύχτα κιόλας έμαθε πως οι αυλικοί του κάστρου του αυτοκράτορα την είχαν κάψει ζωντανή όπως έκαναν με κάθε μια που ανακάλυπταν πως ήταν μάγισσα. Η μικρή κοπέλα σπάραξε.. Κλείστηκε σε μοναστήρι πάνω στο πιο ψηλό βουνό. Και εκέι έμεινε ως το τέλος της ζωής της...
LaSanglante Clémestrie
Copyright All rights reserved
Copyright All rights reserved

No comments:
Post a Comment