Wednesday, 20 July 2016

Ἐπίλογος (Φυσάει) - Τάσος Λειβαδίτης

Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τον ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.
 

Ποῦ να πάω.. .

Ὅσο για μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητής ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλα ποιος σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπο ἀρχαίους κατακλυσμούς.

Χρωματίζω πουλια και περιμένω να κελαηδήσουν

Ἀλλα μια μέρα δεν ἄντεξα...
Ἐμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα την ἐκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτε τους μακρινους ἤχους.

Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει το ποτάμι
Κι ὕστερα στο νοσοκομεῖο που με πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.

Ἐγώ; Ἐγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτον τον τρόπο.

Το βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο να κοιμᾶμαι.
Τους συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.

Ἄλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ἀνθρωπότητα,
ἀλλά ἐκείνη ἀρνεῖται.
 

Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
να παραμερίσω ὅλη τη λησμονιά
και στη θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μια μικρή ἀνεμώνη.
 

Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου,
ὀνειρεύτηκα πολυ
μια μικρή ἀνεμώνη.
Ἔτσι ξέχασα να ζήσω.

Μόνο καμιά φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικό που το ᾿χα μάθει ἀπο παιδί,
ξαναγύριζα στον ἀληθινό κόσμο, ἀλλα ἐκεῖ κανεις δε με γνώριζε.
 

Σαν τους θαυματοποιούς που  ὅλη τη μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι ἀπ᾿ τους ἀγγέλους.
 

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ. 

Και μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε για λίγο
κι ὅταν δεν πεθαίνει ὁ ἕνας για τον ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
 

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπο τις γέφυρες φυσάει,
μες στις κιθάρες φυσάει.
 

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
μες στις κιθάρες φυσάει.

δώσ᾿ μου το χέρι σου φυσάει,
δώσ᾿ μου το χέρι σου...

No comments:

Post a Comment