Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο ή ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
..κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση...
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο ή ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
..κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση...
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.
Από τη συλλογή
'Βιολέτες για μια Εποχή'

No comments:
Post a Comment