Το Αργεντίνικο ταγκό έχει τις ρίζες του στους δρόμους του Buenos Aires, στην Αργεντινή, απ' όπου πήρε και το όνομά του. Είναι αναγκαίο να δηλωθεί πως η ιστορία και η φιλοσοφία του αργεντίνικου tango (Μνημείο Προφορικής και Άυλης Κληρονομιάς της UNESCO) δεν εξαντλείται εύκολα μέσα σε λίγες γραμμές, καθώς οι ρίζες του είναι βαθιές στη διαδοχή των ετών. Κανείς δε μπορεί να εξηγήσει με ακρίβεια την έννοια και την προέλευση της λέξης tango. Στο λεξικό της ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας των γραμμάτων, σε έκδοση του 1803 συνδέεται με τον όρο 'tangir' ο οποίος σχετιζόταν με αφρικανικούς χορούς. Το ίδιο λεξικό αργότερα το 1889, αναφέρει: «Γιορτή και χορός των Αφρικανών ή των ατόμων που ανήκουν στις χαμηλότερες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις της Αμερικής» (εννοεί τις ισπανόφωνες περιοχές κάτω από τον Καναδά και τις ΗΠΑ). Το παράξενο είναι πως το ίδιο λεξικό στην έκδοση του 1925 γράφει: «χορός της υψηλής κοινωνίας που έφτασε στην Αμερική στις αρχές του αιώνα». Η τελευταία μνεία είναι ενδεικτική του πόσο άλλαζε η αντίληψη για το τάνγκο στις κοινωνίες των εκάστοτε περιόδων. Υπάρχει η άποψη πως tango σημαίνει 'κλειστή θέση' ή 'επιφυλακτική κίνηση στο έδαφος'. Αυτό προέρχεται από την πορτογαλική λέξη 'tangere' που πάει να πει 'αγγίζω'. Δεν είναι ασφαλώς τυχαία μία τέτοια ερμηνεία, αν λάβουμε υπ’ όψιν τη στάση και την επαφή των σωμάτων κατά τη διάρκεια του χορού. Κι αν είναι δύσκολο να ορίσουμε το τάνγκο σαν όρο, το ίδιο συμβαίνει και με τη γέννησή του. Το πρώτο κομμάτι που κυκλοφόρησε ως είδος tango εμφανίζεται το 1857 με τίτλο Toma Mate che. Όπως και να ’χει, η έλλειψη στοιχείων οφείλεται στο γεγονός πως αυτός ο χορός δημιουργήθηκε από φτωχούς, άσημους ανθρώπους που δεν κατέγραψε ποτέ η ιστορία.
Ίσως η πιο αυθεντική του μορφή τοποθετείται περί το 1850 και εντεύθεν, με τις απαρχές της μετανάστευσης προς την Αργεντινή. Οι νέοι επισκέπτες ξεπερνούσαν τον ντόπιο πληθυσμό του Μπουένος Άιρες. Γερμανοί, Ισπανοί, Ιταλοί, Εβραίοι κι όχι μόνο, έφερναν μαζί τους χορούς, μουσικές και στίχους που δημιουργούσαν σταδιακά ένα νέο κράμα πολιτισμού το οποίο άρχιζε να αφομοιώνεται και να γίνεται ντόπια κουλτούρα. Οι μετανάστες που κατέκλυζαν την πρωτεύουσα, επιβίωναν κάτω από άσχημες συνθήκες στις εργατικές κατοικίες της εποχής. Εργάζονταν πολλές ώρες, συνωστίζονταν αρκετοί σε ένα και μόνο δωμάτιο, διασκέδαζαν με ένα ποτό σε μπαρ. Οπλοφορούσαν και ασκούσαν παράνομο έλεγχο στις συνοικίες. Οι 'compadrones' όπως λέγονταν, ήταν οι πρώτοι που χόρεψαν το τάνγκο στο λιμάνι μεταξύ τους, με κινήσεις που θύμιζαν περισσότερο πάλη. Μετά από χρόνια αυτή η τύποις μάχη γινόταν ως αναπαράσταση διεκδίκησης μίας γυναίκας μεταξύ δύο ανδρών. Οι φήμες για την παρουσία του συγκεκριμένου χορού στους οίκους ανοχής είναι ανακριβείς. Οι ιερόδουλες δεν είχαν το χρόνο να χορεύουν καθώς γενικότερα οι γυναίκες της Αργεντινής ήταν πληθυσμιακά λιγότερες, πόσο μάλλον εκείνες του επαγγέλματος. Μάλιστα οι άντρες που τις περίμεναν, χόρευαν μεταξύ τους για να περάσει η ώρα ώσπου να έρθει η σειρά τους. Πολύ αργότερα χόρευαν σε κάποια καμπαρέ, όμως εκείνο το τάνγκο δεν είχε καμία σχέση με την αυθεντική του εκδοχή. Τη δεκαετία του 1940, ο χορός περνά τη χρυσή του εποχή. Οι άρρενες ένιωθαν απίστευτη μοναξιά μακριά από τις πατρίδες τους και όντες περισσότεροι έψαχναν τη μία και μοναδική γυναίκα που θα στεκόταν για πάντα δίπλα τους. Όσο φτωχοί κι αν ήταν, κάθε μέρα έπλεναν το παλιό τους κουστούμι, έβαζαν μπριγιαντίνη στα μαλλιά, λουστράριζαν τα παπούτσια τους και πήγαιναν στις χοροεσπερίδες, γνωστές ως μιλόνγκες. Εκεί δεν είχε σημασία η καταγωγή ή η κοινωνική θέση, αλλά η σωστή συμπεριφορά και χορευτική δεινότητα.
Δε μάθαιναν να χορεύουν με ντάμες, αλλά με άντρες και έπρεπε να περάσουν τρία έως πέντε έτη για να εμφανιστούν στην πρώτη τους μιλόνγκα. Θεωρείτο ανεπίτρεπτο να τα θαλασσώσουν, ενώ αν δεν τα πήγαιναν καλά την πρώτη φορά, επέστρεφαν ξανά στην πρακτική τους εξάσκηση για αρκετούς μήνες. Η ντάμα ήταν το στολίδι τους, η γυναίκα που θα τους συντρόφευε για μία ζωή, γι’ αυτό θα έπρεπε να την σέβονται. Τα πρώτα τραγούδια τάνγκο σχετίζονταν με τον υπόκοσμο. Αργότερα με τον έρωτα ή την απογοήτευση από αυτόν, με την αγάπη, τις χαμένες πατρίδες, τα λατρεμένα πρόσωπα που δεν θα αντικρίζονταν ποτέ ξανά. Οι συνθέτες, οι στιχουργοί–ποιητές και οι ερμηνευτές των δεκαετιών αποτελούν αυτοτελή μελέτη που δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί εκτενώς στο παρόν κείμενο, όμως οφείλουμε να επισημάνουμε πως καθόρισαν με τον τρόπο τους τη φιλοσοφία και τα διάφορα στυλ του χορού αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι του. Το τάνγκο πέρασε από σαράντα κύματα. Ταξίδεψε πέρα από τον Ατλαντικό, στην Ευρώπη, κατακρεουργήθηκε, παραποιήθηκε μα -υπεράνω όλων- λατρεύτηκε. Στην Αργεντινή υπήρξαν δεκαετίες που το απέκρουσαν οι πολιτικές συνθήκες (μεταπερονική εποχή), η μόδα (rock n' roll) ή τα νέα ήθη. Τότε χορευόταν κρυφά, γι’ αυτό και γνωρίζουμε λίγα για το τι πραγματικά συνέβαινε. Για ολόκληρα χρόνια παραγκωνιζόταν, ειδικά όταν έγραφε μουσική ο Άστορ Πιατσόλα, ο οποίος αναδόμησε εκ νέου το τάνγκο, παρότι η πρόθεση του ήταν να γράψει εξολοκλήρου ακουστική μουσική που δεν προοριζόταν για χορογραφία. Εν τέλει οι χορευτές τον αγάπησαν και χρησιμοποίησαν τις μελωδίες του σε σόου.
Το τάνγκο -γι' αυτούς που το αγαπούν- είναι κάτι παραπάνω από ένα είδος χορού. Αποτελεί μια ολοκληρωτική τέχνη, μια βαθιά φιλοσοφία, έναν τρόπο να σκέφτεσαι και να ζεις. Έτσι, το τάνγκο δεν περιορίζεται μόνο στις φιγούρες των χορευτών αλλά εσωκλείει μέσα του τη μουσική, τους στίχους των τραγουδιών, την έκφραση, το πάθος, τη μελαγχολία, την αέναη αναζήτηση του εαυτού, την ελευθερία του αυτοσχεδιασμού, τη δύσκολη αποδοχή του ότι χρόνος είναι το τώρα.
Eίναι παράξενος μα απλός χορός. Το σώμα κινείται σαν ένα σύνολο ενωμένο με το συναίσθημα της στιγμής. Σ' αυτή τη βάση ενώνονται το αρσενικό με το θηλυκό σ' ένα χορευτικό σύνολο, σ' έναν κοινό σκοπό. Παρόλα αυτά η ένωση κρατά σε ακεραιότητα την ταυτότητα των χορευτών και την υπογραμμίζει. Έτσι, δημιουργείται ένα πρότυπο αντιθέσεων. Ο καβαλιέρος θα αναζητήσει τη ντάμα που θέλει να προσκαλέσει για χορό με τα μάτια. Στην περίπτωση που η ντάμα στρέψει το βλέμμα της αλλού δείχνει προφανώς ότι δεν ενδιαφέρεται... Στην Αργεντινή αυτή η προσέγγιση θεωρείται βασική και ονομάζεται cabeceo. Το cabeceo λοιπόν βγάζει αμφότερους τους χορευτές από τη δύσκολη θέση και είναι καλό να γίνεται σε οποιαδήποτε milonga (σάλα χορού) ανά τον κόσμο. Στην περίπτωση όμως που η ντάμα ανταποκριθεί στα μάτια ή στο νεύμα του καβαλιέρου; Αν τον κοιτάξει κι αυτή και του χαμογελάσει; Εκεί ξεκινά ο χορός. Ο αδιάψευστος διάλογος που μαρτυρά παράφορα τι ποιοι είμαστε, πως αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας, τους άλλους, τη ζωή, τον έρωτα, το άγνωστο, πως διαχειριζόμαστε τις ανασφάλειές μας. Το τάνγκο γίνεται ένας διάλογος δίχως λέξεις που όμως μπορούν να ειπωθούν τα πάντα.
Ποτέ δύο τάνγκο που χορεύονται δεν μπορούν να είναι ίδια.. και εδώ έγκειται ένα μεγάλο κομμάτι της μαγείας αυτού του χορού. Αφενός, ο καβαλιέρος πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη, χωρίς όμως η εμπιστοσύνη να παραπέμπει σε βαρεμάρα ή ότι είναι προβλέψιμος στις κινήσεις του. Aφετέρου, η ντάμα πρέπει να εμπνέει και να ακολουθεί ενεργητικά τον καβαλιέρο της. Το τάνγκο είναι ένας χορός με άπειρες οπτικές. Μπορούμε να ανακαλύπτουμε συνεχώς καινούρια πράγματα σ' αυτό, ευτυχώς. Ας βάλουμε μουσική και ας αγκαλιαστούμε!
Πηγή: https://tangoalmagro.wordpress.com


No comments:
Post a Comment