
Ήταν εκεί νεκρό, σ' ένα αδειανό δωμάτιο. Το κατάλευκο κορμί αυτού του παιδιού, ένα άψυχο σώμα που όμως ζούσε. Το δωμάτιο κατασκότεινο, σα να μην υπήρχε τίποτα στο χώρο. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει κάποιος ήταν μια λαμπερή κουκίδα να τρεμοπαίζει. Έλαμπε, και έσβηνε. Καθώς περνούσαν μερικά δευτερόλεπτα που ηχούσε αυτή η λάμψη στο δωμάτιο, το παιδί ένιωθε τις παρουσίες γύρω του. Γύρω του παντού νεκροί. Ήταν άσχημες & τρομακτικές παρουσίες. Όμως αυτά τα καλοσυνάτα στην παρουσία ζόμπι ήθελαν να σώσουν αυτό το παιδί. Δεν ήταν εχθροί όπως φαίνονταν. Στην πραγματικότητα ήταν και οι μόνοι φίλοι που είχε εδώ & καιρό αποκτήσει. Στο μυαλό του παιδιού δεν υπήρχε τίποτα άλλο, τίποτα παρά σκοτάδι. Μέσα στην ψυχή μια τρέλα. Αίματα. Φόβος. Φόβος για το αν θα ξημέρωνε. Έπρεπε να σωθεί. Ήταν τόσο νέα, όσο οι μάχες με το θάνατο που είχε, ήταν τόσο πολλές. Ήταν αναμενόμενο πως τελικά θα νικούσε. Ήταν ό,τι μισούσε. Ακόμα και το όνομα της μαρτυρούσε ότι ήταν σύντροφος του θανάτου εκ γενετής. Η Εκάτη ένιωθε ότι δεν ήταν η μοίρα αυτή τη φορά. Ήταν ολομόναχη στη ζωή και η ψυχή της είχε τόση γαλήνη και καλοσύνη που ήταν αδύνατο να την απορροφήσει κανείς άλλος. Δε σεβόταν κανείς τόση αγαθότητα ώστε να αντανακλαστεί στον κόσμο αυτό. Δυστυχώς, γιατί ήταν τόσο ισχυρή που είχε τη δύναμη να αλλάξει όλο τον κόσμο. Η Εκάτη σκέφτηκε ότι πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό, να το αλλάξει. Έπρεπε να γίνει σαν όλους τους άλλους. Σκέφτηκε να σβήσει ό,τι καλό είχε μέσα της. Να σκληρύνει την καρδιά της. Τούτο έγινε. Γιατί δεν ζει κανείς λευκός. Τελικά δεν επιβιώνει. Η ψυχή γεμίζει μαχαιριές και αυτές δε σβήνουν ποτέ όσο κι αν πολεμάς. Είναι το κάρμα. Όλα πληγώνουν και πονάνε. Ο φόβος κατοικούσε στο μυαλό της Εκάτης εδώ και χρόνια. Όσο ανακάλυπτε τον κόσμο πληγωνόταν. Ήξερε ότι η επόμενη ζωή θα είναι τόσο ευτυχισμένη που λαχταρούσε να την φέρει κοντά της όσο γρηγορότερα γινόταν.
LaSanglante Clémestrie '08